- ξηροπυρία
- ξηροπυρία, ἡ (Α)λουτρό με ατμό, ατμόλουτρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + πυρία «ατμόλουτρο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξηροπυρία — ξηροπυρίᾱ , ξηροπυρία application of dry heat fem nom/voc/acc dual ξηροπυρίᾱ , ξηροπυρία application of dry heat fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηροπυρίαν — ξηροπυρίᾱν , ξηροπυρία application of dry heat fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek